Η δημαγωγία της αφασίας.

Γεώργιος Κουμάντος

Γεώργιος Κουμάντος

Του Καθηγητή της Νομικής Σχολής Αθηνών Γεωργίου Κουμάντου. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 16-12-2001.

Ο πολιτικός λόγος είναι, από τη φύση του, καταδικασμένος να είναι αμφίσημος, με διπλό νόημα, γιατί έχει να επιτελέσει διπλή λειτουργία. Από τη μια μεριά, οφείλει να εκφράζει την πολιτική ταυτότητα του ομιλητή, τις προθέσεις του, τα σχέδια του, την τοποθέτηση του στο πολιτικό φάσμα–κοντολογίς, το πρόγραμμα του [άλλοι θα πρόσθεταν: την ιδεολογία του]. Από την άλλη μεριά, ο πολιτικός λόγος οφείλει να προσελκύσει τους αποδέκτες του, τον λαό, επιδιώκοντας να τους κάνει οπαδούς και ψηφοφόρους. Προπάντων οφείλει να προσελκύσει εκείνους που δεν είναι από τα πριν έτοιμοι να συμφωνήσουν μαζί του, τους πολιτευόμενους, τους αναποφάσιστους, εκείνη την πολύτιμη ομάδα των πολιτών που χωρίς φανατισμό [ή χωρίς πίστη] είναι πρόθυμοι να μετακινηθούν και να χαρίσουν την ποθητή πλειοψηφία. Η διπλή λειτουργία του πολιτικού λόγου προκαλεί μια αναπόφευκτη ταλάντευση ανάμεσα στην αλήθεια και την προπαγάνδα.
Η αποκλειστική προσήλωση στη γυμνή αλήθεια κινδυνεύει να στερήσει τον πολιτικό λόγο από την αναγκαία αποτελεσματικότητα. Απείρως συνηθέστερο είναι το αντίθετο φαινόμενο, της προσήλωσης στην προπαγανδιστική αποτελεσματικότητα–ο λόγος δεν εξαγγέλλει τις αντιλήψεις ή τις προθέσεις του ομιλητή, αλλά απλώς καθρεφτίζει τις επιθυμίες του ακροατή. Κάπως έτσι θα μπορούσε να είναι ο ορισμός της δημαγωγίας.

 Αοριστίες και χαμόγελα

Η δημαγωγία έχει ένα εγγενές μειονέκτημα: ότι οι ακροατές δεν έχουν όλοι τις ίδιες επιθυμίες και μάλιστα μετά την “πολυσυλλεκτικότητα” που ανακάλυψαν τα κόμματα ως άλλοθι για την ασάφεια της γραμμής τους. Βάλτε και τα μέσα επικοινωνίας που προσφέρουν πανελλαδική διάδοση του λόγου αποκλείοντας την παραλλαγμένη προσαρμογή του στη σύνθεση του κάθε ακροατηρίου [για παράδειγμα, άλλα λόγια στις ορεινές περιοχές, άλλα στις πεδινές]–το πλαίσιο της δημαγωγίας στενεύει. Σίγουρος δρόμος απομένει μονάχα ένας: ο λόγος να είναι βουβός, να μη λέει τίποτε περισσότερο εκτός από πλαδαρές κοινοτοπίες, ικανές να προσαρμοσθούν στην κάθε επιθυμία, αυτονόητα πράγματα, στην καλύτερη περίπτωση διανθισμένα με ρητορικά ευρήματα για κάποια υποθετική ομορφιά [και ως παρακίνηση σε χειροκρότημα]. Υπάρχουν πλούσιοι κατάλογοι έτοιμων φράσεων που συγκαλύπτουν την ουσιαστική αφασία. Όταν συγκρούονται δυο ομάδες συμφερόντων μπορείς πάντα να πεις ότι είσαι υπέρ της δικαιότερης λύσης. Μπορεί πάντα να πεις ότι υποστηρίζεις τη λύση που είναι προς το συμφέρον της πατρίδας ή του έθνους ή των εργαζομένων ή της νέας γενιάς–έστω και αν το ζητούμενο είναι ποιες ενέργειες υπηρετούν το συμφέρον αυτό. Η νεότερη πολιτική φρασεολογία προσφέρει και άλλες διεξόδους κοινοτοπίας: αντί να πάρεις θέσεις για την ουσία κάποιου προβλήματος, μπορείς πάντα να καταφύγεις σε αυτονόητες προτάσεις διαδικασίας, να είσαι υπέρ του διαλόγου, της συναίνεσης, μιας καλύτερης μελέτης του θέματος. Χρήσιμο είναι να συνοδεύεται αυτή η κοινότοπη φλυαρία από το ανάλογο ύψος. Ένα διστακτικό χαμόγελο, που κανονικά δεν φανερώνει παρά αμηχανία και άγνοια, εύκολα μπορεί να ερμηνευθεί στις κατάλληλες συνθήκες, ως υπαινιγμός στα όσα ξέρεις και δεν θέλεις [τώρα] να φανερώσεις. Το ίδιο–κατά βάθος κουτό–χαμόγελο μπορεί να υπηρετήσει την πολυσυλλεκτικότητα ως μια εκδήλωση έξαρσης πάνω από τις συγκρούσεις, κατοχής κάποιας συνθετικής λύσης που αίρει τις αντιφάσεις. Η έντονη μαχητικότητα καλύτερα να παραχωρεί τη θέση της στο ύφος του αδελφού που συμπαρίσταται και του πατέρα που τελικά θα τακτοποιήσει τα ζητήματα. Είναι χαρακτηριστική η προσοχή με την οποία αποφεύγεται κάθε πρόταση συγκεκριμένης λύσης στα καυτά θέματα του παρόντος. Οι άφωνοι δημαγωγοί της πολυσυλλεκτικότητας δεν θα αναπτύξουν ποτέ τι σχεδιάζουν αυτοί ή το κόμμα τους–για τη δημιουργία θέσεων εργασίας ή για την αντιμετώπιση του ελλείμματος στα ασφαλιστικά ταμεία ή για τον τρόπο εισαγωγής στα πανεπιστήμια ή για το όνομα της Μακεδονίας ή για τις αμυντικές δαπάνες και τις καταλληλότερες προμήθειες πολεμικού υλικού. Σε όλα αυτά ή τα παραπλήσια θέματα, ο λόγος περιορίζεται ή σε κριτική του παρελθόντος [από την οποία δεν συνεπάγεται ποια θα ήταν η σωστή ενέργεια] ή σε αοριστολογία για το μέλλον. Αναρωτιέται κανείς τι θα έκαναν αν αντίκριζαν ένα αντίλογο απλώς με μορφή συγκεκριμένου ερωτηματολόγιου. Αλλά η σκηνοθετική οργάνωση των εμφανίσεων τους πάντα αποκλείει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Κωδικοποιημένα μηνύματα

Οι έμπειροι αναλυτές του πολιτικού λόγου της προγραμματισμένης αοριστίας συχνά ανακαλύπτουν μέσα στα κείμενα αυτά κάποιες φράσεις με ιδιαίτερη σημασία για την πορεία που πρόκειται να τηρηθεί στο μέλλον. Αλλά οι φράσεις αυτές ποτέ δεν είναι γενικής λήψης. Είναι κωδικοποιημένα μηνύματα που απευθύνονται σε συγκεκριμένες ομάδες κομματικών στελεχών και αφορούν επίμαχους κομματικούς προσανατολισμούς. Έτσι καθησυχάζουν ή κερδίζονται οι παλαιοί ή οι νεολαίοι, οι συντηρητικοί ή οι ανανεωτικοί, εκείνοι που από κάπου παραλείφθηκαν ή πρόκειται να παραλειφθούν. Βέβαια και εδώ χρειάζεται προσοχή, ώστε κάποιοι άλλοι να μη γίνουν παραπονούμενοι: ακριβής ποσόστωση κρυπτογράφησης και αοριστολογίας. Συχνά, στη ρητορική αοριστία παρεμβάλλονται κάποιες λέξεις ή κάποιες φράσεις, πέρα από τα κωδικοποιημένα μηνύματα προς τα στελέχη, που έχουν ως στόχο την υποδούλωση της ταυτότητας των κομμάτων–αλλιώς θα κινδύνευε ο απληροφόρητος ακροατής να μην ξεχωρίζει σε ποιανού κόμματος τη συγκέντρωση βρίσκεται. Παλαιότερα, η ταυτότητα των κομμάτων ήταν εύκολο να διαπιστωθεί από τα χρώματα που επικρατούσαν ή από την εικόνα του αρχηγού. Από τότε όμως που οι αρχηγοί έπαψαν να έχουν σπουδαία φωτογένεια και τα χρώματα των κομμάτων ανακατώθηκαν για χάρη της πολυσυλλεκτικότητας, χρειάζονται μερικές λέξεις–κλειδιά για τη στοιχειώδη συνεννόηση. Αν και αυτά ακόμη μπερδεύονται από τότε που οι “προοδευτικοί” ανακάλυψαν τα πλεονεκτήματα της οικονομίας της αγοράς και οι “συντηρητικοί” ανακάλυψαν τη λαϊκή απήχηση κάποιων “κοινωνικών προσώπων”. Τελευταίο καταφύγιο είναι το σύνθημα, μια λέξη ή μερικές λέξεις που καθρεφτίζουν κάποιο διάχυτο λαϊκό αίτημα χωρίς να λένε τίποτα συγκεκριμένο. Παλαιότερα η λέξη “έθνος” και τα παράγωγα της εξασφάλιζαν την πελατεία της μιας παράταξης, η λέξη “Δημοκρατία” και τα παράγωγα της την πελατεία της άλλης. Η λέξη “αλλαγή” έδωσε πρόσκαιρες επιτυχίες στον Πλαστήρα και πολύ μονιμότερες στον Παπανδρέου. Παλαιά κόμματα, προκειμένου να ανανεώσουν τη φυσιογνωμία τους, και καινούργια, προκειμένου να μπουν στην αγορά, καταφεύγουν σε διαφημιστές ψάχνοντας για κάποια μαγική λέξη.

Η ανάδυση του συγκεκριμένου

Βέβαια, κανένας πολιτικός λόγος δεν δεσμεύει πιεστικά την πολιτική πράξη που ίσως επακολουθήσει. Αλλά η αποστασιοποιημένη ουδετερότητα της κοινοτοπίας σε αφήνει ακόμα πιο ελεύθερο να πράξει ό,τι θέλεις, όταν κάποτε η μέθοδος καρποφορήσει και κληθείς να μετατρέψεις τους λόγους και το ύφος σε έργα. Αλλά είναι απίθανο να χρησιμοποιηθεί πραγματικά αυτή η ελευθερία. Γιατί το πιθανότερο είναι ότι οι δημαγωγικές πράξεις θα ακολουθήσουν τους δημαγωγικούς λόγους–άλλωστε μια εκλογική επιτυχία δημιουργεί ως πρώτο στόχο την ανάγκη της επανάληψης της. Έτσι, η λαϊκή ευφορία συντηρείται: παροχές που υπονομεύουν το μέλλον της οικονομίας, διευκολύνσεις που υπονομεύουν το μέλλον της παιδείας, ανοχές και επιείκειες που υπονομεύουν το μέλλον του κράτους–η δημαγωγία εκδηλώνεται πια με βραχυπρόθεσμες ικανοποιήσεις. Το ξάφνιασμα των λογαριασμών που θα πρέπει να πληρωθούν έρχεται μετά, όταν οι πρωτεργάτες της δημαγωγίας έχουν αποχωρήσει από τη σκηνή [ή από τη ζωή]. Αλλά τα κόμματα, στις μεθόδους προβολής τους, καθρεφτίζουν την πελατεία, παρούσα ή ελπιζόμενη. Και αν είναι κάτι ελπιδοφόρο, είναι ότι η πελατεία αρχίζει να μην πορεύεται κατά τη μουσική που θέλουν να της επιβάλλουν τα κόμματα ή έστω, πολλά κόμματα. Ο προεκλογικός λόγος, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, ολοένα και περισσότερο αρχίζει να αντιμετωπίζει κρίσιμες ερωτήσεις, όπως “δηλαδή πως θα γίνει αυτό;” ή “με τι χρήματα θα κάνετε το άλλο”. Αν αυτό γενικευθεί, θα ξεχωρίσουν οι πολιτικοί που έχουν κάτι να πουν από τους ιππότες της αφασίας.

This entry was posted in ΠΟΛΙΤΙΚΗ and tagged . Bookmark the permalink.

Γράψτε ένα σχόλιο.