Εθισμός στην Παρασημαντική.

ο κ. Χρήστος Γιανναράς

ο κ. Χρήστος Γιανναράς

Χρήστος Γιανναράς. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 20-2-2000.

     Για να ασκήσει κανείς σήμερα την πολιτική ως επάγγελμα απαιτείται ένας στέρεα παγιωμένος εθισμός: να βλέπει, να σκέπτεται και να κρίνει όχι τα δεδομένα της πραγματικότητας, αλλά μόνο τις επιπτώσεις τους στο πεδίο των εντυπώσεων. Αυτόματα και αυθόρμητα να υποκαθιστά τη διαπίστωση, την κατανόηση και την κρίση με μόνη την εκτίμηση της ενδεχόμενης τροπής των εντυπώσεων. Ίσως σε πρώτα στάδια να πρόκειται για προαποφασιμένη στρατηγική, για τεχνική μεθόδευσης του δημόσια εκφερόμενου λόγου. Αλλά είναι στρατηγική και τεχνική που φαίνεται ότι επηρεάζει νευραλγικούς άξονες του ανθρώπινου ψυχισμού. Γι’ αυτό και ο μακροχρόνιος εθισμός καταλήγει σε φανερή αχρήστευση ζωτικών λειτουργιών του λογικού υποκειμένου, όπως είναι η αίσθηση της πραγματικότητας, η διάκριση των σημαινόντων από τα σημαινόμενα, του απλώς επιθυμητού από τα ρεαλιστικά δεδομένα.     Έτσι, η επαγγελματική σήμερα άσκηση της πολιτικής πραγματοποιείται σε επίπεδο παράλληλο και ασύμπτωτο με τα κοινωνικά προβλήματα της συλλογικής πραγματικής ανάγκης. Όχι ότι απλώς αποφεύγει ο πολιτικός λόγος να εντοπίσει το συγκεκριμένο και προφανές. Αλλά είναι οι φορείς του πολιτικού λόγου που αδυνατούν να αντιληφθούν, να σκεφτούν και να κρίνουν με τις φυσικές ικανότητες αντίληψης, σκέψης και κρίσης. Πρόκειται για φαινόμενο ανθρώπινης αναπηρίας που κυριολεκτικά φοβίζει. Για να λειτουργήσει η γλώσσα ως μέσο μετάδοσης πληροφορίας, κοινωνίας της εμπειρίας, συντονισμού της σκέψης και της κρίσης [λειτουργίας της συν–νενόησης], πρέπει και οι χρήστες της γλώσσας να αποβλέπουν κατά πρόθεση στην πληροφόρηση, στην κοινωνία, στη συνεννόηση– δηλαδή στη σχέση με τον άλλο. Αλλά όταν η πρόθεση δεν αποσκοπεί στη σχέση, όταν επιδιώκεται η υποταγή του άλλου σε προαποφασιμένες θεωρήσεις, τότε η γλώσσα πρέπει να μεθοδεύει τη συγκρότηση εντυπώσεων που θα πειθαναγκάσουν τον άλλο σε ψευδαισθήσεις ή στη σιωπή [προκειμένου να αποφύγει τον έντεχνο μέσω εντυπώσεων διασυρμό του]. Η προτεραιότητα μεθόδευσης των εντυπώσεων όταν παγιωθεί σε εθισμό, συγκροτεί μια άλλη λογική, ολοκληρωτική και δυναστευτική και πάντως ασύμβατη με τη λογική της σχέσης. Όχι μόνο της σχέσης μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και της σχέσης του επαγγελματία των εντυπώσεων με την ίδια την πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Αν πληροφορηθεί και αφεθεί να κρίνει τους λόγους για τους οποίους τα δημόσια νοσοκομεία είναι κόλαση για τον πολίτη ή τα σχολεία έχουν υποκατασταθεί από τη ληστρική παραπαιδεία, θα πρέπει να εκφρασθεί με μια ρεαλιστική λογική που θα τον οδηγήσει να χάσει τη μάχη των εντυπώσεων στην προσπάθεια του να προσεταιρισθεί πολιτικά τους συνδικαλισμένους αυτουργούς της νοσοκομειακής κόλασης ή της παρα–εκπαιδευτικής ληστείας. Ο εθισμός του λοιπόν στην προτεραιότητα των εντυπώσεων τον κάνει να μη βλέπει, να μη σκέπτεται, να μην κρίνει τους λόγους που προκαλούν το πρόβλημα. Μιλά για το πρόβλημα [ώστε να κερδίζει τις εντυπώσεις των τυραννουμένων], αλλά ποτέ για τους λόγους που το προκαλούν. Γι’ αυτό και τα πραγματικά αίτια των βασανιστικών κοινωνικών προβλημάτων είναι πάντοτε στο απυρόβλητο της πολιτικής κριτικής, εξορισμένα από τον διάλογο, από τα πολιτικά προγράμματα, από τις κομματικές επαγγελίες.

     Οι μεγάλοι μαστόροι, αλλά και τα τραγικότερα θύματα εθισμού στη λογική των εντυπώσεων είναι τα ανθρώπινα απομεινάρια της κατεδάφισης των άλλοτε γοητευτικών και πανίσχυρων ολοκληρωτικών ιδεολογιών. Πρωτοπόροι θυσιαστικών αγώνων για κοινωνική δικαιοσύνη που με αμετρία αυταπάρνησης έφτασαν να εκχωρήσουν στους ηγέτες τους ακόμα και τη σκέψη, την κρίση, την νοημοσύνη τους. Εθίστηκαν για πολλά χρόνια να λατρεύουν και να χειροκροτούν κάποιους μεγάλους ήρωες του διεθνιστικού τους οράματος και μέσα σε λίγες ώρες να αναθεματίζουν τα ίδια αυτά πρόσωπα σαν “προδότες”, “πράκτορες του εχθρού”, “πουλημένους στην αντίδραση”. ΄Όμως κάθε φορά έπρεπε να διασώζονται οι εντυπώσεις– και μάλιστα όχι σαν συνειδητή πλασματική δικαιολογία, αλλά σαν θωρακισμένη ψυχολογική βεβαιότητα. Έπρεπε να μάθουν να ερμηνεύουν τις πρώην αλάθητες γραφές των άλλοτε “ηρώων” [Μπουχάριν, Ζινόβιεφ, Καμένεφ, Ρίκοφ] με βάση την καινούργια σημασιοδότηση των εννοιών που τώρα παρέπεμπε στην προδοσία και στο ψέμα. Ο επί χρόνια πολλά εθισμός στην άσκηση της παρασημαντικής θέσεων και ιδεών δημιούργησε τον ανθρωπολογικό τύπο με την ακρωτηριασμένη και ανάπηρη λογική, τον στεγανό εγκλεισμό στην ψυχοπαθολογική μονομέρεια, στη θρησκοληψία του φανατισμού για τη διάσωση του οράματος ακόμα και με θυσία της νοημοσύνης.

     Το συναρπαστικό [για ψυχολόγους και κοινωνιολόγους] είναι ένα διττό κοινωνικό φαινόμενο. Πρώτον, το ότι εκείνη η γενιά των αρχικών θυμάτων του ψυχολογικού ολοκληρωτισμού “κλωνοποιήθηκε” δημιουργώντας επιγόνους ομοτροπίας, σε ιστορικές συνθήκες εντελώς διαφορετικές. Η κάποτε θυσιαστική πάλη για κοινωνική δικαιοσύνη και διεθνιστικό σοσιαλισμό μεταποιήθηκε άνετα σε κοινωνική και πολιτική καριέρα που εξασφαλίζεται με την παρασημαντική των εννοιών της “προόδου”, του “εκσυγχρονισμού”, ακόμη και του “πατριωτισμού”. Η ιδεολογική ετικέτα λειτουργεί με τη δυναμική της λογικής των εντυπώσεων για να εξαγοράσει την είσοδο στο “star system” της κομματικής δημοσιότητας, την άκοπη ανέλιξη στην ακαδημαϊκή ιεραρχία, την επίβαση σε θέσεις– κλειδιά ολοκληρωτικού ελέγχου των θεσμών παιδείας, κουλτούρας, ενημέρωσης.

     Δεύτερον, οι πρώτοι μεγάλοι μαστόροι της μεθόδευσης των εντυπώσεων και οι επίγονοι τους επέβαλλαν αβίαστα τη δική τους λογική στο σύνολο πολιτικό στίβο. Ήταν μάλλον φυσικό, αφού η παρασημαντική λογική των εντυπώσεων έχει τέτοια δυναμική [ψυχολογικού πρωτογονισμού] που εξαναγκάζει τους πάντες να αμυνθούν με τα ίδια όπλα. Έτσι και ο εθισμός των επαγγελματιών της πολιτικής στις ψυχολογικές στρατηγικές του ολοκληρωτισμού μοιάζει σήμερα καθολικός και παγιωμένος. Ο διάλογος γίνεται ανέφικτος, η σημασιοδότηση των εννοιών παραλλάζει ανάλογα με την κομματική οπτική. Βέβαια, οι πρώτοι διδάξαντες παραμένουν κυρίαρχοι του παιγνιδιού. Το νοηματικό περιεχόμενο που τους βολεύει να αποδίδουν στις λέξεις, το έχουν ανεπίγνωστα αφομοιώσει ακόμα και οι ακραίοι κομματικοί τους αντίπαλοι. Σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος θα καταγγείλει σαν υπέρμαχο της εμφυλιοπολεμικής “εθνικοφροσύνης” όποιον τολμήσει προσωπική κρίση για αφελληνισμό της παιδείας και της πολιτικής. Δεν υπολογίζεται ποιο νόημα αποδίδει ο ίδιος στις λέξεις. Οφείλει υποχρεωτικά να εννοεί αυτό που η παρασημαντική επιβάλλει. Ο πολιτικός κόσμος σύσσωμος έχει θέσει στο απυρόβλητο και υπεράνω κριτικής τους πρωτομάστορες της μεθόδευσης των εντυπώσεων. Ποιος διανοείται να αμφισβητήσει την [έστω από δεύτερο χέρι] τακτική της πολιτικής του επιβίωσης;

This entry was posted in ΠΟΛΙΤΙΚΗ and tagged . Bookmark the permalink.

Γράψτε ένα σχόλιο.