Αυτοκρατορικό παλάτι.

Goethe

Goethe

Goethe, Faust.

Αυτοκράτορας

Φίλοι, πού έτρέξατε κοντά μου

από παντού, καλώς ορίστε !

Να, το Σοφό θωρώ σιμά μου.

«Αμ’ ό Τρελλός ; Που πάει; Μιλήστε!

Ενας Ακόλουθος

Σκυφτός έγλίστρα στην ουρά σου,

ξάφνου κυλά φαρδύς στη σκάλα,

ψόφιο ή πιομένο τό βουβάλα,

έξω τόν πέταξαν, μακριά σου!

Δεύτερος Ακόλουθος

Στη θέση αύτού μέ τί γοργάδα

άλλος Τρελλός έμπήκε αράδα!

Τί μπιχλιμπίδια αυτός φορεί,

μάχει μια ασκήμια τρομερή!

Έξω οί φρουροί μέ πόση αγριάδα

τόν έμποδίζαν νάμπη έδώ!

Μά έμπήκε, δές! Μπρε τόν Τρελλό

Μεφιστοφελής

( γονατίζοντας μπροστά στο θρόνο).

Ποιο θά δεχτούν, κι άς τό εξορκίζουν;

Ποιο λαχταρούν, μά όλο τό διώχνουν;

Ποιο είναι πού πάντα υπερασπίζουν;

Ποιο μέ βρισιές σκληρές τό σπρώχνουν;

Ποιο νά καλής ποτέ δέν κάνει;

Ποιου γλυκακουνε τό όνομά του;

Ποιο στά σκαλιά του θρόνου φτάνει;

Ποιο μοναχό τραβάει καλιά του;

[Η λύση του αινίγματος    αυτού, πού    μέ τούτο μπαίνει ό  Μεφιστοφελής   στην Αυλή, είναι:   η μαγεία, τά   μάγια, τόσο   μέ   τήν   ελκυστική των, όσο καί τήν κακή των όψη].

Αυτοκράτορας

Φύλα τά λόγια γιά άλλην ώρα!

Μαντέματα δέ θέλω τώρα !

Τέτοια μας λέν οι Κύριοι έδώ [δηλαδή οι Σύμβουλοι του Κράτους],

λύστα κι έγώ θέ νά χαρώ.

θαρρώ,   ό   Τρελλός μου  έπέταξε   μακριά μου [στον άλλο κόσμο],

πάρτου τη θέση έσύ κι’ έλα κοντά μου !

Μεφιστοφελής

(ανεβαίνει και στέκεται οτ’ αριστερά ).

Μουρμουρητό άπό τό πλήθος

Νέος Τρελλός — Νέο κακό!

Πούθε βαστά; — Πώς μπήκε έδώ;

Πάει ό παλιός — Η σάπια ρίζα.

Βαρέλι έκειός — Ετούτος σκίζα.

Αυτοκράτορας

Λοιπόν, καλώς ορίστε πάλι,
φίλοι πιστοί! Σας έχει φέρει

ευνοϊκό σιμά μου  αστέρι.
Στά ουράνια έκεί χαρά μεγάλη
γράφτη γιά μας. Γιατί όμως θέτε
συμβούλια νά μας ψαίνουν τώρα,
που έλαχταρούμε — ποιος τό αρνιέται;
της έγνοιας νά μας φυγή η ψώρα
κι όλοι ντυμένοι μασκαράδες
νάχωμε γλέντια και γιορτάδες;
Μα, άφού ό καθένας σας τό κρίνει,
πώς δέν μπορούσε άλιώς νά γίνη,
έτσι έγινε κι’ έτσι κι άς μείνη !

Καγκελάριος

Ό Ρήγας μπορεί μόνο έδώ νά όρίζη
τήν ύψιστη αρετή, τή δικαιοσύνη,
πού σάν φωτοστεφάνι του στολίζει
τήν κεφαλή του. Χρέος του, νά δίνη
αυτό, πού όλοι   αγαπούν, ποθούν, ζητούνε,
καί δύσκολα μπορούν νά στερηθούνε.
Μά τί ωφελεί στον άνθρωπον η σκέψη,
τό πρόθυμο τό χέρι, η καλοσύνη,
στή χώρα η ταραχή σάν θά θεριέψη
καί τό κακό ξαπλώση καί πληθύνη;
Τό Κράτος από εδώθε όποιος κοιτάζει,
κακό όνειρο, θαρρεί, μπρος του προβάλλει,
πού  η   μιά   ασκημιά  σ’ αυτό γεννάει   τήν

άλλη,
κάθε  ανομιά  σά   νόμος  εξουσιάζει

και πλάνης σύγνεφο όλα τά σκεπάζει,
θρεφτάρια αυτός, εκειός αφράτη
γυναίκα αρπάζει ή τά άγια γδύνει,
χρόνια τά χαίρονται, μά κάτι
ποτές δέν έπαθαν κι έκείνοι.
Νά οι μηνυταί! Νά, κορδωμένος
κι ό δικαστής τήν έδρα πιάνει,
μά βόγγος στάσης ξαγριωμένος
από παντού στ’ αυτιά του φτάνει.
Καμάρι έχει γιά τό έγκλημα του,
όποιον στηρίζει η συντροφιά του,
κι ένοχος βγαίνει, όποιος βοηθό
τό δίκιο του έχει μοναχό.
Θά τσακιστή μιά τέτοια χώρα,
θέ νά χαθή, καθώς της πρέπει,
τι δέν μπορεί σ’ αυτήν πιά τώρα
νά ριζωθή καί νά τή σκέπη
τό δίκιο. Κι ο καλός θά κλίνη
στερνά στίς κολακείες, στά δώρα,
συνήθεια τούτο αφού έχει γίνει.
Κι αν ο κριτής νά τιμωρήση
δέν ημπορή, δέ θέ νά άργήση
μέ τόν κακό φιλιά νά κλείση.
Μαύρα ιστορώ, θά ηθελα ωστόσο
πάνω σ’ αυτά πέπλο νά απλώσω.

( Παύση)

Ρήγα, καιρός πιά γι’ αποφάσεις!
Ολοι αν άρπούν κι όλοι αν πεινούνε,
στερνά καί συ πολλά θά χάσης.-

Στρατάρχης

Άγριοι καιροί, μπόρες ξεσπούνε!
Όλοι χτυπούν, στερνά χτυπιούνται
μα προσταγές νά ακούν αρνιούνται.

Οι αστοί στά τείχη των τά στέρια
κι οι ιππότες στη βραχοφωλιά των
τή δύναμη των όλη ακέρια
κρατούν καί μόνη επιθυμία των
είναι στή θέση μας νά μπούνε,
μόλις νά σβήσουμε μας δούνε.
Δέν καρτεράει ό στρατός ό ξένος,
μισθό ζητάει, κόσμο χαλάει
κι άν ήταν τώρα πληρωμένος,
θάφευγε εύτύς· ποιος τόν κρατάει;
Σφηγκοφωλιά ταράζεις τώρα,
άν άρνηθής,  ό,τι γυρέψη,
κι έχει γινή πιά ερείπιο η χώρα,
πούπρεπε αυτός νά προστατέψη.
Κι ένώ λυσσάει, τό μισό έχάθη
τό Κράτος πιά. Ρηγάδες
τόσοι τίναι κοντά. Μά ποιος τρελλάθη
γιά μας λεφτό τώρα νά δώση;

θησαυροφόλακας

Ποιοι δά σέ σύμμαχους θαρρέψαν!
Τάξαν κι εμάς όχι καί λίγα,
μά σά νερό βρύσης στέρεψαν.
Καί ποιος τά απέραντα, λές, Ρήγα,
ορίζει πιά τά χτήματα σου;
Σ’ όποιο κι άν πάς, νέο μπροστά σου
θάβρης αφέντη, πού σκαρώνει
ό,τι τουρθή. Μιά ματιά σώνει,
γιά νά πειστής, τί κατορθώνει!
Προνόμια τόσα έχεις δοσμένα
πού γιά τα Σε δέν έμεινε ένα.
Ούτε ημπορείς σ’ όποιο θές κόμμα
να έμπιστευτείς. Βρίζουν άκόμα
ή κι επαινούν, μά τί θά είπούνε

μίσος κι’ αγάπη, αδιαφορούνε.

Οι Γιβελλίνοι κι’ οι Γουέλφοι

έχουν κρυφτή, για νά άπραχτούνε.

Γείτονα ποιος βοηθάει κι αδέλφι;

Όλοι κοιτούν τόν εαυτό των,
καλά σφαλούν τό θησαυρό των.
Όλοι ξυουν, γδέρνουν και συνάζουν,

μα τά ταμεία μας αδειάζουν.

Αυλάρχης

Τί συμφορές κι’ έγώ τραβάω!

Ολο μου λέν νά οικονομάω,

μα όλο κι οί ανάγκες μας πληθαίνουν

κι’ όλο τά βάσανα μου αύξαίνουν.

Καλά περνούν μόνο οί μαγέροι,

ό,τι χρειαστούν, τόχουν στό χέρι.

Κότες, παπιά, χήνες, ελάφια,

άγρια γουρούνια και ζαρκάδια

κι όλα τά σίγουρα μοιράδια

στου παλατιού φτάνουν τά ράφια.

Μά τό κρασί στερνά μας λείπει!

Αν πρίν κρασιά είχαμε βαρέλια,

άπ’ τά καλύτερα τά αμπέλια,

τό άπαυστο αυτό — σέ πιάνει λύπη ! —

τό ατέλειωτο τό μπεκρολόι,

πού κάνει έδώ τό άρχοντολόι,

καί τή στερνή στράγγιξε στάλα.

Ώς καί στου Δήμου τό κελλάρι

μέ τά σταμνιά πάνε πηλάλα,

πέρνουν κρασί, στερνά κουβάρι

βρίσκονται κάτω άπ’ τό τραπέζι.

Κι’ έγώ μετρώ μιστούς στό σμάρι,

μά κι’ ό Όβρηός με με δέν παίζει.
Μέ εκειές τις προκαταβολές του
σοδειές χρονών κάνει δικές του.
Χοίρους μέ λίπος δέ θωρούμε,

ως και τά κλύφια μας χρωστούμε,
μ’ απλέρωτο ψωμί δειπνούμε.

Αυτοκράτορας
(ύστερα από μια σκέψη, στό Μεφιστοφιλή).
Δέ λές κι’ έσύ πληγή μας άλλη;

Μεφιστοφελής

Καμιά! Μη δέν κοιτάζω, τί μεγάλη
σκορπάτε λάμψη Έσύκι’δλοι οί δικοί σου!
Να λείψει η πίστη έκεί,   που ή  θέληση σου
ορίζει στέρια κι’ έτοιμο τό ασκέρι

κάθε εχτρό μακριά νά διώξη ξαίρει
κι’ υπάρχει καλή θέληση, ενωμένη
μέ κρίση ορθή και τόσον άξια χέρια;
Ποιός ύστερα άπ’ αυτά θά περιμένη
σκοτάδι έκεί, πού λάμπουν τόσα αστέρια ;

Μουρμουρητό

Νοιώθει καλά — τις μπερμπαντιές. —

Όσο χωρεί, — κόβει ψευτιές.
Πίσω άπ’ αυτά — κάτι θωρώ. —

Τι νά ειναι λές ; — Σχέδιο  κρυφό . . .

Μεφιστοφελής

Ελείψεις θέ νά βρής σέ κάθε βήμα,
παντού λείπει καί κάτι, έδώ τό χρήμα.
Δε βρίσκεται στό δρόμο, μά κι η γνώση
μπορεί τά πιό βαθειά νά ξετρυπώση.
Φλέβες βουνών, θεμέλια κάστρων, τάφοι
κομμένο κρύβουν κι’ άκοπο χρυσάφι.

Ποιος θά τό βρη ; Ό Τρελλός θέ νά άπαντήση-

Όποιος στό πνεύμα εξέχει καί στη φύση.

Καγκελάριος

[είναι και Αρχιεπίσκοπος]
Πνεύμα και φύση ! Δέν τά λένε

αυτά σέ Χριστιανούς ! Γι’ αυτό τους καένε

τους άθεους. Οι τέτοιες λέξεις

κινδύνους κλειούν, άν τις προσέξης.

Φύση θά είπή μόνο αμαρτία

και πνεύμα Διάβολος. Τα δυο των

γεννούνε τήν αμφιβολία,

τό νόθο αυτό βρωμόπαιδό των.

Από τις χώρες σου τίς πρώτες

δυό γένη ώς τώρα έβγήκαν μόνο,

πού σου στηρίζουνε τό θρόνο,

οί κληρικοί, Ρήγα, κι’ οι ιππότες.

Κάθε αντικρύζουν τρικυμία

καί γι’ αμοιβή τήν εκκλησία

επήραν καί τήν πολιτεία.

Τρέλλα πολλούς χυδαία πιάνει

κι’ ενάντια μας νά βγουν ζητούνε,

αίρετικοί και μάγοι πλάνοι

είναι όλοι, τό λαό χαλούνε !

Αυτούς νά μπάσης θές μέ αστεία

στην υψηλή έδώ κοινωνία,

καρδιά πού κλείνουν τιποτένια

κι’ έχουν,Τρελλέ, μέ σέ συγγένεια.

Μεφιστοφελής

Ποιος άπ’ αυτά τό λόγιο δέ γνωρίζει!
Στον Πόλο είναι  γι’ αυτόν, ό,τι δέν γκίζει

ανύπαρχτο είναι έκειό, πού δέν κρατάει,

δεν είναι αλήθεια αυτό, πού δέν μετράει,
δεν έχει βάρος, ό,τι δέ ζυγίζει,
καί κάλπικο είναι αυτό, πού δέ σφραγίζει.

Αυτοκράτορας

Οι ελλείψεις μας δέ σβηούνε μέ ό,τι φτάση.
Τι χρησιμεύει αυτό τό κήρυγμα σου;
Το αίωνιο «πώς» καί «σάν» τόχω χορτάσει
Μας λείπει χρήμα! Ας τόβρης η αφεντιά

[σου!

Μεφιστοφελής

θάβρω και περισσό και μέ ευκολία.
Μά τό εύκολο όμως έχει δυσκολία.
Χρυσάφι υπάρχει, η τέχνη όλη μονάχα
ειναι νά τόβρης. Ποιος τήν έχει τάχα;
Σκεφτήτε δά! Σέ φρίκης άγριες ώρες,
πού ανθρώπινες πλημμύρες πνίγαν χώρες,
καί τόσον κόσμον, όλοι, άν κι’ άθελα των,
έκρύβανε τά πιό πολύτιμα των.
Στά χρόνια τών Ρωμαίων έτσι έκαναν,
τό ίδιο καί κατόπιν κι’ ώς τά τώρα.
Στης γης  μέσα τά  βάθια όλα τά εβάναν.
Μά η γης είναι του Ρήγα γιά τήν ώρα.

θησαυροφύλακας
Πολύ σωστά τά λέει γιά έναν Τρελλό.
Στό Ρήγα ανήκει η γης άπό καιρό.

Καγκελάριος

Χρυσά του Σατανά έγώ βρόχια βρίσκω
σ’ αυτά κι’ όχι σωστό πράγμα καί θρήσκο.

Αυλάρχης

Μέ τέτοια ας μας φιλέψη μόνο δώρα
και παίρνω λίγο κρίμα γι’ εγώ τώρα !

Στρατάρχης

Σοφός τρελλός!  Τό χρήσιμο μας τάζει.
Πούθε θαρθή ό στρατός δέν τό εξετάζει.

Μεφιστοφελής

Μά άν ίσως, πώς σας γέλασα, φοβήστε,
τόν αστρολόγο τούτον δώ ρωτήστε!
Τους κύκλους καί τους οίκους καιτήν ώρα
τα ξαίρει άπ’ έξω. Έμπρός, λέγε μας τώρα:
τί δείχνουν οί ουρανοί, γλύκα γιά μπόρα;

Μουρμουρητό

Βρήκε ό Τρελλός — μάγο   κολλίγα. —
Δυο πονηροί — δίπλα στό Ρήγα. —
Λόγος παλιός — τό λέει σωστά : —
Τρελλός σοφού — κανοναρχά.—

Αστρολόγος

(λέει, όσα τον υποβάλλει ό Μεφιστοφελής ).

Χρυσάφι είναι καθάριο του Ήλιου η φύση,
μά ό Ερμής   τα   πόδια σπάει   νά τό άποχτήση.
Νά η κυρά-Άφρόδω,πού όλους σας μαγεύει,
βράδυ κι’ αυγή γλυκά σας αγναντεύει.
Η αγνή η Σελήνη ιδιότροπα φαντάζει

ό Άρης μέ φοβέρες μας τρομάζει.
Μά ό Ζευς έχει τήν πιο όμορφη λαμπράδα.
Μέγας ό Κρόνος, κι’ όμως για τό μάτι
μικρός, σα μακρυνός. Μές στην αράδα

αν έμπη τών μετάλλων, χάνει κάτι,
τι, άν έχη βάρος, λίγην έχει αξία.
Μα άν Ηλιος καί   Σελήνη γίνουν ταίρι,

χρυσός μέ ασήμι, τότε τί ευτυχία!
Τό καθετί πια θάχωμε στό χέρι!
Παλάτια, κήπους, γεια,   ομορφιά θά   δόση
σε μας ένας σοφός, όπούχει γνώση
καί δύναμη, πού άλλου δέ βρίσκεις τόση.

Αυτοκράτορας

Γροικώ τά λόγια του διπλά,
μά δέ μέ πείθουν τόσο δά.

Μουρμουρητό

Τι είναι όλ’ αυτά; — Σκέρτσα σαχλά. —
Όλο Αλχημεία — κι’ Αστρονομία. –
Τά ειπαν πολλοί — ψεύτες τρανοί. —
θάρθη ό σοφός, — ψεύτης κι’ αυτός ! —

Μεφιστοφελης

Στέκουνε γύρω κι’ απορούνε,
στό θησαυρό μου δυσπιστούνε.

Ό ένας θά λέη γιά μαντραγόρα
κι’ ό άλλος γιά μαύρο σκύλλο τώρα.
Τί θά ώφελούν τά κρύα αστεία
κι’ οί κατηγόριες γιά μαγεία,
όταν και σεις γαργαλιστήτε
στη φτέρνα και παραπατήτε;

Νοιώθετε δά την κρύφια   ενέργεια
της φύσης, πού όλα κυβερνάει
κι  άπό τά βάθη της τά στέρια
ζωής άχνάρια ξεπετάει.
Φαγούρα αν έχη τό κορμί σας
κι’ ανησυχία αν κάπου νοιώστε,
έκεί στό σκάψιμο ριχνόστε,
νά οί θησαυροί!! θα ειναι δικοί σας !

Μουρμουρητό

Νοιώθω τό πόδι μου μολύβι. —

Τό μπράτο μου σπασμούς σά νάχη. —

Τό δάχτυλο μου κάτι κρύβει. —

Πονάω σε όλη μου τη ράχη.—

Σημάδια, πώς είναι έδώ κάτω

τό μέρος θησαυρούς γεμάτο.

Αυτοκράτορας

Εμπρός, Τρελλέ, και δέν τό σκάζεις!
Τίμησε τά φουσκόλογά σου,
δείξε τά μέρη, πού μας τάζεις!
Βάζω τό σκήπτρο μου κοντά σου. . .
Μέ αυτά τά χέρια, άν λές αλήθεια,
θά σκάψω. Άν είπες παραμύθια,
άλοί σου, γιατί εύτύς σά σκύλλο
στην κόλαση θέ νά σέ στείλω.

Μεφιστοφελής

Μόνος αύτού νά  πάω μπορώ.
Μα δέν μπορώ κιόλας να ειπώ,
πού θάβρης κάθε θησαυρό.
Ό γεωργός, όταν  όργώνη,
σταμνί άπ’ τό χώμα ξεσηκώνει,
γιά νίτρο στις πλευρές του ψάχνει
και χρυσαφιού σβώλους αδράχνει
μέ τό άθλιο χέρι του, σκιαγμένος,
μά και χαρά πλημμυρισμένος.
Μά όποιος γνωρίζει άπό  βρεσίδι,
τί θόλους πρέπει νά γκρεμίση,
σέ τί στοές πρέπει σά φίδι
και τί διαδρόμους νά γλιστρήση!
Στον κάτω κόσμο θά ζυγώση!
Μέσα σέ απέραντα κελλάρια
αράδα πιά θά ξετρυπώση
πιάτα, πιατέλλες και κουμάρια
άπό χρυσάφι. Γιά νά πίνη,
νά καί ποτήρια άπό ρουμπίνι!
θέλει στή χρήση νά τά ίδή;
Να πλάι παμπάλαιο κρασί!
Κι όμως-πιστέψτε με, ό,τι θα ειπώ-
οι δούγες πια έχουνε σαπή
των βαρελιών από καιρό
κι από τη μούργα τη σκληρή
νέο βαρέλι στερεό
έχει φτιαστεί μες στο κρασί.
Χρυσάφι μόνο δε σκεπάζει
μα κι εκλεχτό κι άνθος κρασάκι
η νύχτα και το σκοταδάκι.
Σ’  αυτά ο σοφός πάντα εξετάζει.
Ζητάς στο φως; Ε, καλό βράδυ!
Μυστήρια θέλουνε σκοτάδι.

Αυτοκράτορας.
Σου τα χαρίζω! Ωφέλεια δεν προσμένω
απ’  το σκοτάδι. Ό,τι είναι τιμημένο,
πρέπει να βγει στο φως. Τον κατεργάρη
ποιος στη νυχτιά για τέτοιο θα τον πάρει;
Όλες τη νύχτα φαίνονται οι γελάδες
μαύρες. Άλλους δε θέλω χωρατάδες.
Σταμνιά χρυσάφι η γη σκεπάζει. Εμπρός,
να την οργώσεις, νάβγουνε στο φως.

Μεφιστοφελής.
Πάρε τσαπί, σκάψε, η δουλειά
του ξώμαχου μέγα σε κάνει,
μοσκάρια από τη γη χρυσά
θα βγουν κοπάδια. Αυτό σε φτάνει!
Θα βάλτε πρόσχαροι χρυσά
στολίδια με τη λατρεμένη,
η μεγαλειότη κι η ομορφιά
με τα στολίδα πως αυξαίνει!

Αυτοκράτορας.
Εμπρός, δεν περιμένω πια!

Αστρολόγος
Συγκράτησε τον πόθο σου, Αφέντη!
Ας γίνη το τρελλό μας πρώτα γλέντι!
Το σάστισμα δε φέρνει το σκοπό σου.
Μονάχα αν συγκεντρώσεις το μυαλό σου,
τα κάτω με το πάνω θα κερδίσεις.
Να είσαι καλός, καλό για να ζητήσεις.
Μην είσαι αψύς, αν θες χαρά να νιώσεις.
Ώρμα σταφύλια, αν θες κρασί, θα δώσεις
να πατηθούν. Στο θαύμα σαν ελπίσης,
την πίστη σου καλά να τη στεριώσεις.

Αυτοκράτορας.
Τότε εύθυμα ο καιρός μας ας διαβή!
Με το καλό θα ερθή η Σαρακοστή.
Μα ώσπου ναρθή, ας γλεντήσουμε γερά
το Καρναβάλι το άγριο μια φορά!

Μεφιστοφελής.
Τύχη κι’  αξιότη ζούνε,
μα δεν το νιώθουνε οι τρελλοί.
Την πέτρα των σοφών κι αν βρούνε,
λείπουν για δαύτην οι σοφοί!

This entry was posted in ΠΟΙΗΣΗ and tagged . Bookmark the permalink.

Γράψτε ένα σχόλιο.